- επάγερσις
- ἐπάγερσις, η (Α) [επαγείρω]συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπάγερσιν — ἐπάγερσις mustering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)